Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Cover Story: Γιώργος Πρίντεζης



Στείλαμε ένα δημοσιογράφο που δεν ασχολείται με τον αθλητισμό, που δεν πηγαίνει στο γήπεδο, που δε βλέπει αγώνες στην τηλεόραση, να πάρει συνέντευξη από αυτόν τον αθλητή. Του είπαμε μόνο ότι το όνομά του είναι Γιώργος Πρίντεζης, ότι είναι ο καλύτερος μπασκετμπολίστας του Ολυμπιακού και ότι πρόσφατα έβαλε ένα πολύ σημαντικό καλάθι. Να τι συνέβη.
-------------




Παρκάρω τη μηχανή και πριν καν βγάλω το κράνος μου του στέλνω ένα sms: «Μόλις πάρκαρα. Που θα συναντηθούμε;»
Βάζω το κινητό ξανά στην τσέπη, κατεβαίνω από τη μηχανή, τη στερεώνω στο stand, βγάζω το κράνος και για μια στιγμή, έτσι όπως στέκομαι όρθιος σε ένα από τα ελάχιστα σημεία σε ολόκληρο το ΟΑΚΑ αυτό το καλοκαιρινό μεσημέρι που η θερμοκρασία δεν απέχει πολύ από τους 40 βαθμούς Κελσίου, ξαφνικά φυσάει ζεστός αέρας που παραδόξως με δροσίζει.

Ανάβω ένα τσιγάρο περισσότερο από συνήθεια και λιγότερο από επιθυμία και έτσι όπως αρχίζω να ρουφάω τον καπνό χωρίς να μου πολυαρέσει, από την τσέπη μου ακούγεται ο ήχος που βγάζει το κινητό όταν λαμβάνει ένα sms. «Μπες μέσα αν θες από την είσοδο των αθλητών, άραξε κάπου και τελειώνω».

«Έχω αράξει στη σκιά, ακριβώς έξω από την είσοδο», του απαντάω, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα αν η είσοδος έξω από την οποία βρίσκομαι, είναι όντως η είσοδος των αθλητών. Δεν υπάρχει καμία ταμπέλα που να γράφει κάτι τέτοιο. Ο μόνος λόγος που πάρκαρα εδώ είναι γιατί μόνο εδώ είχε σκιά και μόνο εδώ είδα δυο παρκαρισμένα αυτοκίνητα, οπότε φαντάζομαι ότι όλο και κάποιος θα βγει από το συγκεκριμένο κτίριο για να τον ρωτήσω που βρίσκομαι. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στο ΟΑΚΑ και έτσι όπως οδηγούσα αργά στους δρόμους που ενώνουν το ένα γήπεδο με το άλλο, στην πραγματικότητα δεν ήξερα προς τα πού πήγαινα - οι περισσότερες ταμπέλες ήταν σπασμένες ή σβησμένες με σπρέι. Ήταν σαν να βρισκόμουν σε μία τσιμεντένια no mans land, κι ας έβλεπα τη στέγη του πιο μεγάλου από τα γήπεδα που θυμόμουν ότι την είχε σχεδιάσει ο Καλατράβα. Κι ας ήξερα ότι εδώ ακριβώς, πριν από μερικά χρόνια είχαν γίνει οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας.

Πριν περάσουν δέκα λεπτά η πόρτα ανοίγει και από μέσα βγαίνει ο αθλητής που πρέπει να συναντήσω. Τον παρατηρώ για λίγα δευτερόλεπτα – τα αργά βήματα που κάνει σέρνοντας τις σαγιονάρες του, τα τατουάζ που καλύπτουν το μεγαλύτερο κομμάτι των χεριών του – και μετά τον φωνάζω με το όνομά του. Εκείνος γυρίζει το κεφάλι του προς το μέρος μου και όταν μετά από λίγα βήματα έχει διανύσει ο καθένας μας τη μισή από την απόσταση που μας χωρίζει, είναι η κατάλληλη στιγμή για να συστηθούμε.
«Τι έγινε παίχτη;», μου λέει.
«Όλα καλά. Εσύ πως πας; Τελείωσες την προπόνηση;», του απαντάω, προσπαθώντας να ακουστώ πιο άνετος απ’ όσο είμαι στην πραγματικότητα, σαν να ξέρω τι περιελάμβανε η σημερινή του προπόνηση, ενώ το μόνο που ξέρω είναι ότι απλώς έκανε προπόνηση για μπάσκετ.
Δίνουμε τα χέρια. Όλα καλά μέχρι εδώ.
«Πάμε να βρούμε κάπου μέσα να αράξουμε».
«Και δεν πάμε».
Ανοίγω την πόρτα και τον αφήνω να προηγηθεί ένα βήμα, προσπαθώντας να μην του δώσω να καταλάβει ότι δεν έχω μπει ποτέ μέσα στο ΟΑΚΑ, πόσω μάλλον σε εκείνα τα τμήματα του ΟΑΚΑ που προπονούνται οι αθλητές.
Στρίβει αριστερά αμέσως μετά από ένα εσωτερικό αίθριο με ψηλά καταπράσινα φυτά – τι δουλειά έχει ένα τέτοιο αίθριο μέσα σε ένα προπονητικό κέντρο; - και τότε ακριβώς πέφτουμε πάνω σε τρεις-τέσσερις αθλητές που φοράνε παρόμοια ρούχα (μακριές βερμούδες, φανέλες, σαγιονάρες) και έχουν παρόμοιο φιζίκ με αυτόν (είναι ψηλοί, αλλά όχι πάρα πολύ ψηλοί, είναι γυμνασμένοι, αλλά όχι σαν body builders, και όλοι έχουν μικρότερα ή μεγαλύτερα τατουάζ στα χέρια τους) και από τον τρόπο που τον χαιρετάνε συμπεραίνω ότι μάλλον μαζί προπονούνταν μέχρι πριν από λίγο.

Συνεχίζουμε ευθεία.
«Κουραστική η προπόνηση ε;», του λέω γιατί εκείνη τη στιγμή δε μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο έξυπνο.
«Ε εντάξει, έχουμε τρέξιμο, ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι για το προολυμπιακό, τουρνουά».
Ήξερα από πριν ότι παίζει στην Εθνική Μπάσκετ. Δεν ήξερα με ποιους άλλους παίζει. Δεν ήξερα πότε θα παίξει η Εθνική. Δεν ήξερα καν πότε ξεκινάει η Ολυμπιάδα και το ότι φέτος γίνεται στο Λονδίνο το ήξερα μόνο και μόνο γιατί πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο για το κόστος της προετοιμασίας της διοργάνωσης.
Βαδίζουμε ακόμη στον ίδιο διάδρομο και κοιτώντας με την άκρη των ματιών μου δεξιά κι αριστερά κάθε φορά που περνάμε από μια πόρτα, βλέπω παρκέ γηπέδων και πάνω σε αυτά διάφορους να τρέχουν και να «στουμπίζουν» μπάλες μπάσκετ.
«Πετάτε νωρίς;», τον ρωτάω περισσότερο γιατί θέλω να μάθω για πού θα πετάξουν.
«Φεύγουμε μεσημέρι για Μόναχο, θα μείνουμε εκεί οχτώ ώρες και μετά 13 ώρες πτήση μέχρι τη Βραζιλία».
«Ναι ναι, ξέρω. Πολλές ώρες ρε γαμώ το», λέω προσπαθώντας να δώσω έμφαση στην κούραση του ταξιδιού, υπονοώντας ότι ήξερα από πριν τον προορισμό του.
«Ας αράξουμε εδώ», λέει, στρίβει δεξιά, μπαίνουμε σε ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ που χωρίζεται από το διπλανό γήπεδο όχι από τοίχο, αλλά από κάτι σαν μία τεράστια μπλε κουρτίνα που κρέμεται από το ταβάνι μέχρι το παρκέ. Σε μια γωνία του παρκέ καθόμαστε κιόλας.

«Που έκανες το τατουάζ;», με ρωτάει μόλις βλέπει το τελευταίο που «χτύπησα» στο δεξί μου χέρι. Εγώ του λέω και αμέσως τον ρωτάω για τα δικά του τατουάζ. Ο πιο εύκολος τρόπος για να σπάσουν τον πάγο δύο άνθρωποι που έχουν τατουάζ και γνωρίζονται για πρώτη φορά είναι να μιλήσουν για αυτά. Που τα «χτύπησαν», γιατί τα «χτύπησαν», τι σχέδια είναι, τι συμβολίζουν, τέτοια πράγματα.

«Έχω μεγάλο θέμα», λέει και μου δείχνει την εικόνα της παναγίας που έχει στον αριστερό πήχυ, έναν άγγελο που έχει στον αριστερό ώμο και ένα μεγάλο maori σχέδιο στον δεξιό.

Σκέφτομαι ότι αρχίζω να τον συμπαθώ αυτόν τον τύπο. Αποφασίζω ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να του το πω.

«Θες να ακούσεις κάτι αστείο;»
Μου κλείνει το μάτι υπονοώντας ότι θέλει.
«Δεν είμαι και πολύ σχετικός με το μπάσκετ». Προσπαθώ να του το φέρω μαλακά στην αρχή.
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή δεν πηγαίνω στο γήπεδο, ούτε βλέπω αγώνες στην τηλεόραση, μόνο καμιά φορά που παίζει σε ντέρμπι ο Παναθηναϊκός. Φαντάσου, η τελευταία φορά που έπαιξα μπάσκετ ήταν όταν πήγαινα ακόμη Γυμνάσιο, που έπαιζα στον Ολυμπιακό Βόλου»
«Ήσουν καλός;»
«Μπα, χάλια ήμουν, ούτε μισό καλάθι δε μπορούσα να σταυρώσω.»
Χαμογελάει, όχι γιατί του φάνηκε αστείο αυτό που του είπα, αλλά περισσότερο από ευγένεια.
«Να σου πω την αλήθεια και για σένα δεν ξέρω πολλά πράγματα».
Στα μάτια του διακρίνω κάτι μεταξύ σύγχυσης και περιέργειας. Τουλάχιστον όμως χαμογελάει ακόμη.
«Δηλαδή τι ξέρεις;»
«Ξέρω ότι παίζεις στον Ολυμπιακό, ότι είσαι μάλλον ο καλύτερος παίκτης της ομάδας, και ότι τώρα ετοιμάζεσαι με την Εθνική για την Ολυμπιάδα του Λονδίνου».
«Αυτό εγώ σου το είπα πριν από λίγο!»
«Όχι, εντάξει, αυτό το ήξερα από πριν. Α ναι, ξέρω και κάτι άλλο. Ότι ο Ολυμπιακός πήρε το Ευρωπαϊκό επειδή εσύ έβαλες ένα καλάθι το τελευταίο δευτερόλεπτο».
Σοβαρεύει κάπως και αυτό μου προκαλεί εντύπωση. Περίμενα ότι όταν θα του θύμιζα αυτό το καλάθι για το οποίο μιλάει τόσος κόσμος, θα χαιρόταν και θα είχε όρεξη να μου μιλήσει γι’ αυτό.
«Φαντάζομαι θα έχεις βάλει πολλά καλάθια στη ζωή σου», του λέω. «Αλλά αυτό ήταν το σημαντικότερο, έτσι;»

Ρίχνει το βλέμμα του προς τα κάτω, κάπως σαν να υπονοεί ότι δεν θέλει πολύ να μιλήσει πάλι για τον εαυτό του ή τουλάχιστον για τον εαυτό του τη στιγμή που έβαλε το συγκεκριμένο καλάθι.
«Δε θα έλεγα ότι ήταν το σημαντικότερο καλάθι της ζωής μου. Θα έλεγα απλώς ότι αυτό το καλάθι ήταν το επιστέγασμα σε μία πολύ σημαντική προσπάθεια που κάναμε όλοι οι παίκτες του Ολυμπιακού μαζί. Είναι λίγο άσχημο το ότι επικεντρώνονται όλοι σε αυτό το καλάθι. Η ομαδική προσπάθεια μας οδήγησε στον τελικό. Η ομαδική προσπάθεια μας έκανε να κερδίσουμε την ΤΣΣΚΑ. Εντάξει, μπορεί αυτό το καλάθι, που μπήκε στο τελευταίο δευτερόλεπτο να καθόρισε το αποτέλεσμα, αλλά είναι κρίμα να αδικούνται οι υπόλοιποι παίκτες μόνο και μόνο επειδή δεν έκαναν όλοι το buzzer beater».
Σκέφτομαι να τον ρωτήσω τι εννοεί όταν λέει «buzzer beater» αλλά ευτυχώς καταλαβαίνω αυτοστιγμεί, και τον αφήνω να συνεχίσει.
«Μπορεί σε κάποιον που έβλεπε τον αγώνα να φάνηκε ότι τρελάθηκα, ότι πετούσα στα σύννεφα όταν το έβαλα. Στην πραγματικότητα όμως ένιωσα όπως θα ένιωθα αν είχαμε κερδίσει οποιοδήποτε αγώνα. Είναι λίγο περίεργο να το εξηγήσω. Πάντως μπορώ να σου πω ότι πιο πολύ χαίρομαι τώρα, παρά εκείνη τη στιγμή. Ίσως γιατί τώρα έχει πέσει η αδρεναλίνη».
Τελειώνει τον συλλογισμό του, εγώ κουνάω το κεφάλι καταφατικά, δείχνοντας του ότι αποδέχομαι αυτό που μόλις μου έχει πει, αν και στην πραγματικότητα δεν το καταλαβαίνω. Αν εγώ έβαζα ένα τέτοιο καλάθι, σκέφτομαι, σήμερα, ένα μήνα σχεδόν μετά, ακόμη στα μεθεόρτια θα ήμουν.

«Υπήρξε κάποια στιγμή στη ζωή σου που είχες κάτι σαν επιφοίτηση ότι θα γίνεις μπασκετμπολίστας;». Στην πραγματικότητα, αυτή είναι μία έξυπνη ερώτηση για να μάθω πότε άρχισε να ασχολείται σοβαρά με το μπάσκετ.
Το σκέφτεται.
«Ας σου δώσω ένα παράδειγμα, για να καταλάβεις τι εννοώ», του λέω. «Όταν ο Μοχάμεντ Άλι ήταν μικρός, ο μεγάλος του αδερφός του πετούσε πέτρες και αυτός κουνούσε γρήγορα το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά για να τις αποφύγει. Αυτό ακριβώς το στιλ χρησιμοποιούσε αργότερα στους αγώνες του». Είναι μία ιστορία που του τη διηγούμαι για να τον εντυπωσιάσω, για να του δείξω ότι αν και δεν ξέρω πολλά από μπάσκετ, ξέρω άλλα πράγματα, εξίσου ενδιαφέροντα.

«Από πολύ μικρός είχα υπερβολική ενέργεια και δεν ήξερα πώς να την εκτονώσω. Όταν πήγαινα στο δημοτικό, με το που χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα κατέβαινα γρήγορα στο προαύλιο και δε σταματούσα να τρέχω πάνω κάτω, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για να ανέβω πάλι στην τάξη. Αλλά και μέσα στην τάξη δε μπορούσα με τίποτα να καθίσω ήσυχος στο θρανίο μου. Είχα σοβαρό πρόβλημα. Ο αθλητισμός προέκυψε αρχικά για να έχω κάπου να εκτονώσω την ενέργειά μου. Στην αρχή δοκίμασα το τένις, αλλά δε με τρέλανε. Μετά έγινα τερματοφύλακας, αλλά και πάλι δεν έπαθα καμιά ιδιαίτερη πλάκα. Από την πρώτη στιγμή όμως που έπαιξα μπάσκετ, όταν ήμουν 8 ετών, μου άρεσε πάρα πολύ. Τι μου άρεσε δηλαδή, το γούσταρα σαν τρελός. Αισθανόμουν σαν στο σπίτι μου όταν έπαιζα. Σε βαθμό που η μητέρα μου με εκβίαζε ότι αν έκανα κάτι στραβό, δε θα με πήγαινε στην προπόνηση. Στα 15 μου ήρθα στον Ολυμπιακό», λέει, και από τον τρόπο που το βλέμμα του καρφώνεται σε έναν πιτσιρικά που ντριμπλάρει μία μπάλα κάτω από τη μπασκέτα στο βάθος του γηπέδου, καταλαβαίνω ότι ακόμη σαν στο σπίτι του πρέπει να νιώθει, εφόσον είναι ακόμη σε αυτή την ομάδα. «Ο Ολυμπιακός ήταν η πρώτη σοβαρή ομάδα που έπαιζα. Και μερικούς μήνες μετά από το ξεκίνημα, αποφάσισα να δώσω προτεραιότητα στο μπάσκετ, να πάρω την κρίσιμη απόφαση και να δω αν μπορώ να ανταπεξέλθω».

«Στη μητέρα σου άρεσε αυτό ή συνέχισε να σε εκβιάζει;». Είναι η πρώτη φορά που γελάει δυνατά.
«Πιστεύω κάθε γονιός είναι ευχαριστημένος αν ο γιος του κάνει κάποιο άθλημα και εντάσσεται σε ένα τέτοιου τύπου κοινωνικό σύνολο»
«Αν δεν ήταν τόσο καλά τα λεφτά, όμως, δε νομίζω να το ευχαριστιόνταν τόσο», λέω γιατί είμαι περίεργος να μάθω το δικό του συμβόλαιο. Φαντάζομαι ότι θα είναι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους Έλληνες μπασκετμπολίστες. Εφόσον λένε ότι είναι ένας από τους καλύτερους. Ο αθλητισμός υποτίθεται ότι λειτουργεί αξιοκρατικά. Αν είσαι πολύ καλός, θα ζητήσεις πολλά χρήματα πριν υπογράψεις σε μία ομάδα. Αν είσαι ένας από τους καλύτερους, θα σε θέλουν πολλές ομάδες, οπότε εσύ μπορείς να ζητήσεις ακόμη περισσότερα χρήματα και να υπογράψεις ένα συμβόλαιο που θα ικανοποιεί τις περισσότερες από τις απαιτήσεις και τους όρους που εξαρχής έθεσες.

«Εδώ που έχει φτάσει το πράγμα στο μπάσκετ, ζουν και μπορούν να πουν ότι θα ζήσουν όλη τους τη ζωή από αυτό όχι παραπάνω από 15-20 Έλληνες», λέει.

Αυτός είναι ένας από αυτούς τους 15-20 Έλληνες.

«Από την πρώτη στιγμή που ξεκινάς, ξέρεις ότι παίζεις με ένα χρονικό ορίζοντα μέχρι τα 33, άντε τα 35, αν όλα σου πάνε καλά. Γιατί πολλά μπορούν να γίνουν που μπορούν κατευθείαν να σου κόψουν την καριέρα. Αυτό μπορεί να νομίζουν όλοι ότι δε θα συμβεί στους ίδιους, αλλά κανείς ποτέ δεν ξέρει πως θα ξημερώσει η επόμενη μέρα. Αν θα συμβεί μια ατυχία, αν έρθει η κακιά στιγμή. Χτύπα ξύλο, δηλαδή», λέει, και ενώ χτυπάω από ευγένεια το παρκέ, εκείνος απλώς κοιτάζει το τατουάζ με την Παναγία στο αριστερό του χέρι.

«Δεν ζείτε δηλαδή ακριβώς ζωή χαρισάμενη ε;», του λέω, αν και είμαι σίγουρος ότι όποιον και να ρωτούσα στο δρόμο θα έλεγε το αντίθετο. Θα έλεγε ότι σε κάτι τύπους σαν τον Πρίντεζη δε λείπει τίποτα. Είναι νέοι, βγάζουν πολλά λεφτά, είναι διάσημοι, είναι οι καλύτεροι σε αυτό που κάνουν. Για την πλειοψηφία των ανθρώπων όλα αυτά είναι ευσεβείς πόθοι.

«Μου αρέσει η ζωή μου. Κάνω αυτό που αγαπάω και απολαμβάνω όλες τις μικρές στιγμές. Χαίρομαι που κάθε μέρα πηγαίνω στην προπόνηση. Μου αρέσει πολύ να προσέχω τη διατροφή μου. Μου αρέσει ακόμη και το ότι πρέπει να κοιμάμαι νωρίς, γιατί έτσι εκτιμάω πολύ περισσότερο το ένα ξενύχτι που θα κάνω μια φορά στις 20 μέρες. Μόνο ένα πράγμα θα άλλαζα. Αν μπορούσα να πατήσω ένα κουμπί και να μη με ήξερε κανείς, θα το έκανα χθες. Από μικρός είχα μάθει να συμπεριφέρομαι διαφορετικά με τις παρέες μου, λίγο πιο χύμα αν θες, κάτι που τώρα δε μπορώ να κάνω. Όχι τόσο γιατί ντρέπομαι αλλά μπορεί να με βλέπει κάποιο μικρό παιδί που με έχει πρότυπο. Πρέπει να είμαι λίγο πιο σοβαρός.»

«Θα άλλαζες αυτό και δε θα άλλαζες ας πούμε τα μπινελίκια που ακούτε στο γήπεδο;»
«Δεν είμαι της άποψης ότι φίλαθλος πρέπει σώνει και καλά να σημαίνει φλώρος. Ούτε θα ήθελα να μην υπάρχει αντιπαλότητα και ίντριγκα μεταξύ των οπαδών των ομάδων. Αλλά με μέτρο ρε παιδί μου. Είναι βλακώδες αυτή την εποχή να υπάρχουν αγριάδες και έκτροπα. Αυτό το πράγμα με τη βία έχει καταντήσει αηδία. Πρέπει να καταλάβουν όλοι ότι δεν είναι μαγκιά. Εντάξει, ας βρίζουν. Δε με πειράζει αυτό. Θυμάμαι που κάποτε είχε βγει ένας κανονισμός να μη βρίζει ο κόσμος στο γήπεδο. Το θεωρώ πολύ τραβηγμένο. Θυμάμαι όταν έπαιζα στη Μάλαγα, ήταν ωραία που έρχονταν τόσες πολλές οικογένειες στο γήπεδο, που δε βρίζει κανείς, που τα πράγματα είναι πιο πολιτισμένα, πιο ‘μουσικά’. Αλλά προσωπικά έχω μάθει αλλιώς. Θέλω λίγη τσίτα, λίγη ένταση παραπάνω. Δε με χαλάει να είναι 10 χιλιάδες ολυμπιακοί και να βρίζονται με 10 χιλιάδες παναθηναϊκούς. Αρκεί να μπορούν να κάθονται δίπλα δίπλα και να μην πλακώνονται σαν μαλάκες.»

Σκέφτομαι να του πω ότι ζητάει πολλά, ότι όταν ένας όχλος βρίζεται με έναν άλλο όχλο, η λογική κατάληξη είναι οι δύο όχλοι να γίνουν ένας, ακόμη πιο ανεξέλεγκτος, αλλά εκείνη τη στιγμή μπαίνουν ξαφνικά στο γήπεδο πέντε-έξι άτομα. Ο καθένας έχει από μία μπάλα και έτσι όπως τις χτυπάνε όλοι μαζί στο παρκέ, είναι σαν κάποιος να έβαλε στη διαπασών τον ήχο ενός ποδοβολητού, και καταλαβαίνουμε ότι εδώ μέσα δε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε άλλο.

Σηκωνόμαστε, βγαίνουμε από το γήπεδο, ο Γιώργος προχωράει μπροστά, εγώ τον ακολουθώ, βαδίζουμε στον ίδιο σκοτεινό διάδρομο που βαδίζαμε και πριν, περνάμε δίπλα από το ίδιο αίθριο με τα πελώρια πράσινα φυτά.
Λίγο πριν φτάσουμε στην έξοδο, τον ρωτάω αν έχει άγχος για την Ολυμπιάδα και μου λέει ότι όλοι οι αθλητές, ακόμη και αν έχουν ευρωπαϊκά ή παγκόσμια μετάλια, ονειρεύονται το ολυμπιακό, αλλά ο ίδιος ξέρει ότι μέσα στο γήπεδο δε θα έχει καθόλου άγχος, ότι θα είναι ήρεμος και συγκεντρωμένος, παρόλο που έχει να σκεφτεί και άλλα πράγματα, αν θα συνεχίσει και του χρόνου στον Ολυμπιακό ή τι θα γίνει τελικά με τους Knicks που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τον ίδιο («Είναι ένα όνειρο που δεν ξέρω ακόμη αν αξίζω να πραγματοποιηθεί. Αν ο θεός πιστεύει ότι αξίζω μια τέτοια ευκαιρία, το σίγουρο  είναι ότι θα προσπαθήσω να την αρπάξω απ’τα μαλλιά»). Ανοίγει την πόρτα με το αριστερό του χέρι για να μπορέσει να με χαιρετήσει με το δεξί.
«Άντε καλό ταξίδι», του λέω.
«Γεια σου παίχτη», απαντάει.

Βάζω το κράνος, ανεβαίνω στη μηχανή και έτσι όπως ετοιμάζομαι να φύγω από τη σκιά και να οδηγήσω κάτω από τον καυτό μεσημεριανό ήλιο της Αθήνας, το μυαλό μου ταξιδεύει στις παραλίες της Νότιας Αμερικής.


(Όπως δημοσιεύτηκε στο Status Ιουλίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου