Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

1885 λέξεις για το Meat Is Murder

27 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το Meat Is Murder παραμένει κάτι πολύ παραπάνω από απλώς το δύσκολο δεύτερο άλμπουμ μίας μπάντας που ούτως ή άλλως ποτέ δεν της άρεσαν τα εύκολα. 




Δεν είναι ο πιο σημαντικός τους δίσκος.
Τον τίτλο αυτό τον καβάτζαρε δικαιωματικά, άπαξ και διά παντός,  τον Φεβρουάριο του 84 το ομώνυμο ντεμπούτο τους, και αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με μία κατά τη λογική του μετά Χριστόν προφήτη παραδοχή, που τόσοι “τέτοιοι” (προφήτες!) έχουμε κάνει την τηλευταία εικοσαετία και βάλε – μπορώ να πω ότι σχεδόν ζηλεύω όλους εκείνους τους μίζερους, σπυριάρηδες (παρόλο που ευτυχώς ποτέ δεν υπήρξα τέτοιος…σπυριάρης εννοώ) που στα 10 τραγούδια του “The Smiths” βρήκαν 10 υπέροχους λόγους όχι για να λύσουν τα ψυχοσωματικά τους ζητήματα που τους στερούσαν την έστω μικρή πιθανότητα για εκπλήρωση πρωτίστως των σεξουαλικών και κατ’ επέκταση όλων των υπόλοιπων εφηβικών τους αναγκών, αλλά για να πιστέψουν ότι αυτές τους οι στερήσεις αποτέλεσαν με κάποιο τηλεπαθητικό τρόπο ικανές συνθήκες για να αποκτήσουν από κάποιους άλλους σάρκα και οστά, εν είδει στίχων και μουσικής. Των πιο σημαντικών στίχων και της πιο σημαντικής μουσικής. Δε χρειάζεται άλλωστε κάτι παραπάνω για να φτιάξεις το πιο σημαντικό ντεμπούτο όλων των εποχών (αλλά όχι το πιο διασκεδαστικό. Καταλαβαίνεις ποιοι παίρνουν αυτό το credit).

Δεν είναι ο πιο εμβληματικός τους δίσκος.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ακραιφνώς κολλημένων με τους Smiths (δηλαδή όσων κόλλησαν με τους Smiths αφού αυτοί είχαν κατεβάσει ρολά) έφτασαν πρόωρα στο σημείο να δηλώνουν ευθαρσώς ότι αν ξανακούσουν μία ακόμη φορά το “Bigmouth Strikes Again” θα… “κρεμάσουν τον DJ” (τον ίδιο DJ που θα κεράσουν περγαμόντο τη στιγμή που θα πατήσει το play και αρχίσει να ακούγεται το ρούλο από τα τύμπανα του “The Queen Is Dead” ή το πρώτο άρπισμα του “Frankly Mr Shankly” ή η μπασογραμμή του “Cemetry Gates” ή οι jangly κιθαριές του “The Boy With The Thorn In His Side” ή το μπαγαπόντικο fade in του “Some Girls Are Bigger Than Others”) και να επιμένουν, αργά ή γρήγορα, να συμπεριλαμβάνουν με εκκλησιαστική ευλάβεια το “There Is A Light That Never Goes Out” στις ειλικρινά πιο εξομολογητικές εκ των “ερωτοσυλλογών” που κατά καιρούς κάθονται και συντάσσουν για ΤΗΝ γκόμενα (ή έστω, ΤΙΣ γκόμενες), το The Queen Is Dead είναι εν πολλοίς ο desert-island δίσκος τους. Κάτι ήξερε δηλαδή ο Nick Kent όταν εν έτει 1986 έγραφε ότι “η ιστορία θα δικαιώσει αυτό το άλμπουμ ως τη δουλειά-κλειδί μίας μπάντας που αποτελεί τη μόνη πραγματικά ζωντανή και καίρια φωνή των 80s”. Ο Morrissey βέβαια άλλη γνώμη έχει. “Δεν είναι το αριστούργημά μας. Ξέρω τι λέω. Ήμουν εκεί όταν γινόταν. Είχα αναλάβει τις προμήθειες με σάντουιτς” δήλωσε κάπου μια δεκαετία μετά την κυκλοφορία του. Γελάσαμε πάλι…

Και μιας και το έφερε η κουβέντα, δεν είναι ο αριστουργηματικός τους δίσκος.
Αυτός που πρώτα απ’ όλους οι ίδιοι οι Smiths φροντίζουν να εγκωμιάζουν (“Σε αυτό το άλμπουμ έχει τελειοποιηθεί κάθε στιχουργική και μουσική ιδέα που είχαν ποτέ οι Smiths. Είναι μακράν το καλύτερό μας άλμπουμ. Με τον Johhny συμφωνούμε απόλυτα σε αυτό. Το λέμε συχνά. Την ίδια στιγμή. Στον ύπνο μας. Αλλά σε διαφορετικά κρεβάτια”. Τρομερός χωρατατζής βρε παιδί μου), ψυχαναγκάζοντας και τους ίδιους τους fans που σέβονται (τον Morrissey και τον Marr, άντε καταχρηστικά και τους Rourke και Joyce περισσότερο από) τον εαυτό τους, να προσυπογράψουν, στην αρχή χωρίς να το πολυπιστεύουν και στο τέλος χωρίς καν να μπορούν να καταλάβουν γιατί τους πήρε τόσο πολύ για να συλλάβουν ότι το Strangeways, Here We Come δεν είναι ο  γαμημένος, σκοτεινός δίσκος για το γράψιμο του οποίου οι Smiths δεν κατάφεραν ποτέ να δουν φως στην άλλη άκρη του τούνελ, αλλά ένα έργο (μουσικής) τέχνης που αν για να γραφτεί και τελικά να στρογγυλοκαθίσει στα πικάπ όσων τελικά στρογγυλοκάθισε έπρεπε να διαλυθεί αυτή η μπάντα, ε τότε ναι, χαλάλι, ας πετάξουμε στο καλάθι με τα άπλυτα τις μαύρες πλερέζες! Άντε, έστω ας τις κατεβάζουμε μόνο όταν σκεφτόμαστε ότι κανείς ποτέ δεν είχε την τιμή να δει αυτή τη μπάντα να παίζει ζωντανά το “Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me”.

Όλα αυτά που αφήνουν λοιπόν το Meat Is Murder;

Κατ’ αρχήν το αφήνουν στην ησυχία του, να κοιτάζει τους υπόλοιπους (κανονικούς) δίσκους των Smiths αφ υψηλού, από τη θέση της πρωτιάς στο βρετανικό chart που μόνο αυτό κατάφερε να πιάσει. Και είναι αυτή ακριβώς η πρωτιά που φαίνεται ως το πιο καραμπινάτο παράδοξο στη δισκογραφική πορεία των Smiths, αν και αυτό που έχει περάσει πιο πολύ στα ψιλά από όλα τα άλλα.

Παράδοξο από όλες τις μεριές πλην μίας. Αυτής που υπαγορεύει ότι το momentum μιας μπάντας που κυκλοφορεί ένα τόσο σημαντικό ντεμπούτο (μην τα ξαναλέμε) είναι δικαιωματικά τεράστιο (να, με το συμπαθειο) όταν έρθει η στιγμή να κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ, όσο δύσκολο ή ξεδύσκολο κι αν είναι αυτό. Που στην περίπτωση των Smiths ήταν. Δύσκολο.

Αφενός και όπως σοφά επισημαίνει ο Simon Goddard (που ειρήσθω εν παρόδω, με τα καταπληκτικά σε βαθμό ανησυχίας για την προσωπική του ψυχοσωματική υγεία και υγιεινή βιβλία του “The Smiths: Songs That Changed Your Life” και το πιο πρόσφατο “Mozipedia, The Encyclopedia of Morrissey and the Smiths”, έχει επί της ουσίας αναλύσει τους Smiths περισσότερο και από τους ίδιους τους Smiths), “το άλμπουμ σήμανε ένα μεγάλο άλμα στην αυτοπεποίθηση και την εφευρετικότητα του Morrissey ως στιχουργός. Ενώ το ντεμπούτο τους ήταν ως επί το πλείστον υπόθεση αυτοβιογραφικής κάθαρσης από τις συναισθηματικές του διαταραχές τα χρόνια που προηγήθηκαν της δημιουργίας του γκρουπ, στο Meat Is Murder για πρώτη φορά χρησιμοποίησε την ιδιοτητά του ως ένας προσφάτως καθιερωμένος pop star για να εκτοξεύσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις”. Φυσικά ψήγματα αυτών υπήρχαν και στα προηγούμενα τραγούδια των Smiths, και θα υπήρχαν και στα επόμενα, ενώ το αυτό θα ίσχυε ακόμη πιο αργότερα και σε πολλά από τα δικά του τραγούδια. Αλλά αυτή ήταν η πρώτη και - όπως θα αποδεικνυόταν στην επόμενη τριετία – η πιο έντονη προσπάθεια του να επηρεάσει εκούσια σε τόσο μεγάλο βαθμό τα μυαλά των ακροατών του.

--Μπας και υψώσουν ανάστημα απέναντι στο σκατένιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Κάτι που δεν κατάφερε να κάνει ο ίδιος (“The Headmaster Ritual”) κατά τη διάρκεια των τραυματικών του μαθητικών χρόνων στο St. Mary’s Secondary Modern, που κατά τα ως συνήθως υπερβολικά λεγόμενά του ήταν το πιο βίαιο σχολείο σε ολόκληρη τη Μεγάλη Βρετανία (δεν είναι και μικρό πράγμα αυτό, σωστά;). “Αν σου έπεφτε ένα μολύβι, σε βαρούσαν μέχρι θανάτου. Έμοιαζε σαν η μόνη δραστηριότητα των καθηγητών να ήταν το να μαστιγώνουν τους μαθητές – κάτι που το έκαναν τέλεια. Πέντε χρόνια εκπαίδευσης εδώ τελικά δε με επηρέασαν καθόλου, και είμαι βέβαιος ότι δεν επηρέασαν και κανέναν άλλο που πέρασε από εδώ, παρά μόνο σε ένα πολύ δυσμενές επίπεδο. Δεν το συστήνω σε κανέναν”. Μετά από όλα αυτά που (λέει ότι) πέρασε, πως να μην τραγουδήσει “I wanna go home / I don’t wanna stay / give up education as a bad mistake”; Και πως να μην προσπαθήσει το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο του Manchester (κατά τα γραφόμενα του Goddard) να απαγορεύσει το συγκεκριμένο τραγούδι από το airplay των ραδιοφωνικών σταθμών της ευρύτερης περιοχής του Manchester;

--Μπας και την παλέψουν με την αγριάδα του έξω κόσμου.
Του κόσμου  που καραδοκεί έξω από την ασφάλεια του υπνοδωματίου (“Russholme Ruffians”), εκεί που οι νταήδες πάντα θα δέρνουν τους φλώρους, πάντα έτσι ήταν και για πάντα έτσι θα είναι. Και φαντάζεσαι τι τύπος ήταν ο Morrissey τότε που μεγάλωνε, άκουγε φανατικά New York Dolls και έστελνε σαν βλαμμένος το ένα γράμμα μετά το άλλο στην NME. “Στα 60s το Manchester ήταν ένα πολύ βίαιο μέρος”, θα δήλωνε πολλά χρόνια μετά. “Θυμάμαι μια φορά στεκόμουν στην άκρη του δρόμου στις 5 το απόγευμα και κάποιος μεγαλόσωμος τύπος ήρθε από πίσω μου και μου έκανε κεφαλοκλείδωμα. Ήμουνα σαστισμένος για 5 λεπτά”. Φήμες που τον θέλουν να κατουρήθηκε κιόλας πάνω του ελέγχονται ως (αν)ακριβείς.

--Μπας και την παλέψουν με την αγριάδα του μέσα (όπως ενδοοικογενειακού) κόσμου.
Ο ίδιος επιμένει ότι στίχοι του στιλ “a crack on the head / is what you get for asking / and a crack on the head / is what you get for not asking” (που είναι και αυτοί που ο περισσότερος κόσμος θυμάται από το αβίαστα χειμαρρώδες “Barbarism Begins At Home”) δε βασίζονται σε προσωπικά βιώματα. Εντάξει λοιπόν, μας έπεισε.

--Μπας και πάψουν να σκέφτονται σαν κακομοίρηδες πληβείοι.
Σαν μικροαστοί της κακιάς ώρας δηλαδή που στο γαμήλιο κρεβάτι βλέπουν το απόλυτο καταφύγιο (“I Want The One I Can’t Have”). “Για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης”, είχε πει στην NME, “η μόνη μέρα που νιώθουν ότι βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής, είναι η μέρα του γάμου τους. Ο γάμος δυστυχώς παραμένει το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής τους”. Τώρα εμένα γιατί μου ρχεται στο μυαλό η “Κάλπικη Λύρα”;

--Μπας και σταματήσουν να καταπίνουν αμάσητη την καραμέλα της βασιλείας.
“I’d like to drop my trousers to the Queen / every sensible child will know what this means”, τραγουδάει ωσάν αγανακτισμένος στο “Nowhere Fast”, ακριβώς γιατί τον εξόργιζε το ότι “ένας άνθρωπος μπορεί να φοράει φορέματα αξίας 6.000 λιρών ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν να φάνε”. Το χώσιμο στη βασίλισσα θα το τελειοποιούσε στο “The Queen Is Dead”. Και το χώσιμο γενικώς, για όσους μπορούν να διαβάσουν πίσω από τις λέξεις, στο “The National Front Disco”.

--Και πάνω απ’ όλα, μπας και σταματήσουν να… τρώνε χοιρομέρι.
Τόσο δογματικός όσο παρουσιάστηκε μέσα από το “Meat Is Murder” δε θα γινόταν ποτέ ξανά, σε κανένα από τα τραγούδια του. Ευτυχώς δηλαδή. Γιατί όλως περιέργως, ακόμη και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που ακούγοντάς τον να σκούζει ότι “η σάρκα που τόσο ωραία τηγανίζεις / δεν είναι ζουμερή και νόστιμη / πρόκειται για θάνατο χωρίς λόγο / και θάνατος χωρίς λόγο είναι φόνος”, σκέφτονται στιγμιαία αν και σοβαρά να μην ξαναβάλουν παϊδάκια στο στόμα τους. Αν είναι ποτέ δυνατόν.

Και επειδή από τα πολλά “μπας” κοντεύει να μας χτυπήσει κανένα νταμπλ-ντέκερ μπας (από την αρχή του κειμένου περίμενα τη στιγμή που θα έκανα αυτό το τρομερό λογοπαίγνιο), ας πούμε δυο πράγματα και για τη μουσική του άλμπουμ. Αν δεν ήταν άλλωστε αυτή, το πιθανότερο είναι ο Morrissey να κατέληγε να στέλνει τους στίχους του με γράμματα στην NME.

Και κάπου εδώ θα διαφωνήσω (ή κάτι τέτοιο) με τον Goddard. Γιατί τουλάχιστον κατόπιν εορτής αποδεικνύεται ότι το Meat Is Murder πέρα από το αν είναι το πιο προσβάσιμο άλμπουμ τους ηχητικά (το #1 είναι άλλωστε, μια απτή απόδειξη) έχει περισσότερη σημασία το ότι είναι μάλλον και το πιο συγχυσμένο τους. Ακριβώς γιατί ο Johnny Marr (συνεπικουρούμενος από τον Andy τον Rourke και τον Mike τον Joyce) προσπαθεί συνειδητά και κατά δική του μεταγενέστερη του άλμπουμ ομολογία να απεμπολήσει τον ως επί τον πλείστον jingly-jangly πρότερο, σύντομο βίο τους. Ακόμη και σήμερα πάντως υπάρχουν αδαείς που επιμένουν να μην ακούν μέχρι το τέλος το τέλειο-funk-για-όσους-σιχαίνονται-το-funk του “Barbarism Begins At Home”. Υποθέτω μάλιστα ότι θα κάνουν κολλητή παρέα με όσους επιμένουν να μνημονεύουν το “How Soon Is Now?” ως το καλύτερο τραγούδι των Smiths για όλους τους λάθος λόγους, με πρώτο και καλύτερο ότι ποτέ δεν κατάφεραν ούτε οι Smiths ούτε ο Morrissey με τις επόμενες μπάντες του να το αποδώσουν ζωντανά ακριβώς όπως στη στουντιακή του βερσιόν (“λες και αυτό είναι το ζητούμενο”, θα έλεγε η Φατμέ καθώς θα έχεζε στο Γενί Τζαμί).

Δύσκολο, δογματικό, προσβάσιμο, συγχυσμένο. Να βάλω και το “οριακό” να συμπληρωθεί η πεντάδα;


ΥΓ
Α ναι, κάτι για το τέλος. Μήπως τελικά ο πιο σημαντικός Smith δεn υπήρξε ούτε ο Morrissey ούτε ο Marr, αλλά ο… Stephen Street; Τροφή για σκέψη.


* Όπως δημοσιεύτηκε στο Ποπ & Ροκ κάποια στιγμή μέσα στο 2010, με αφορμή τα 25 (ακόμη, τότε) χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου