Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Cover Story: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Για τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο που αντιπαθεί τους ψευτοκουλτουριάρηδες θεατές και πλήττει θανάσιμα με όσους συναδέλφους του κουβαλάνε την ταμπέλα του ποιοτικού ηθοποιού, σημασία δεν έχει το τι κάνεις, αλλά πως το κάνεις.

--------------------------------------------------------------


Οι σταγόνες της βροχής είναι τόσο μεγάλες και πέφτουν τόσο γρήγορα η μία πίσω από την άλλη, που καθώς κυλάνε όλες μαζί πάνω στη μεγάλη τζαμαρία, παραμορφώνουν ελαφρά την πανοραμική εικόνα της πόλης έξω από αυτή. Tη μετατρέπουν σε ένα πελώριο, θολό βιτρό, με τα αυτοκίνητα που τρέχουν στις δύο κατευθύνσεις της πλατιάς ασφάλτου και τους πεζούς που προσπαθούν να τρέξουν πάνω στα στενά πεζοδρόμια αποφεύγοντας τις λακούβες με τη λάσπη, να φαντάζουν απλώς ότι επιπλέουν πάνω στο αστικό ποτάμι της λεωφόρου Συγγρού που κινείται πότε πιο γρήγορα και πότε πιο αργά, αλλάζοντας ανεπαίσθητα μορφή από τη μία στιγμή στην άλλη. Μόνο το χρώμα του παραμένει ίδιο. Το ίδιο μουντό γκρι.
Μία τέτοια μέρα που στην Αθήνα βρέχει τόσο πολύ, κανείς δεν έχει όρεξη να βγει από το σπίτι του. Αυτοί που τελικά θα το κάνουν είναι αυτοί που δε μπορούν να κάνουν αλλιώς. Δεν είναι αυτοί που έχουν όρεξη να διασκεδάσουν ή που θέλουν να ψωνίσουν. Είναι όσοι πρέπει να δουλέψουν και όσοι από αυτούς δουλεύουν σε γραφεία με παράθυρα, θα κοιτάζουν συνέχεια αφηρημένα έξω από αυτά, θα σκέφτονται το ζεστό τους πάπλωμα, τον άνετο καναπέ και το παχύ χαλί στο σαλόνι τους, παρόλο που θα ξέρουν ότι αυτές ακριβώς οι σκέψεις είναι που διαστέλλουν το χρόνο και κάνουν μία κρύα και δύσκολη μέρα αν όχι πιο κρύα τότε σίγουρα πιο δύσκολη.
Είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους. Το ότι κάποιοι σαν τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο κάνουν λίγο πιο ασυνήθιστες δουλειές από τους υπόλοιπους και αντί να κλείνονται σε «κανονικά» γραφεία ανεβαίνουν σε θεατρικές σκηνές, και αντί να κάνουν τσιγάρο στα κρυφά στο λεβητοστάσιο της εταιρίας που εργάζονται, μπορούν να το καπνίσουν σε ένα cafe που λέγεται «Cafe των Καλλιτεχνών» γιατί σε αυτό όντως καλλιτέχνες μαζεύονται (όσοι παίζουν και σκηνοθετούν στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών) στα διαλείμματα από τις πρόβες και τις παραστάσεις τους, δε σημαίνει ότι σκέφτονται λιγότερο το σπίτι τους. Δε σημαίνει ότι θα τους ενοχλήσει λιγότερο ότι θα βραχούν μέχρι να επιστρέψουν σε αυτό.
Τα μαλλιά του Οδυσσέα σχεδόν στάζουν νερό όταν μπαίνει στο cafe με βιαστικά βήματα, με την κεκτημένη ταχύτητα κάποιου που στο δρόμο προσπαθούσε να περπατήσει κάτω ακόμη και από το πιο στενό μπαλκόνι για να αποφύγει τη βροχή. Τα ρούχα του όμως είναι εντελώς στεγνά και τότε καταλαβαίνω ότι η βροχή δε μπορεί να τον έχει αγγίξει ακόμη γιατί ο Οδυσσέας όλο το πρωί έπαιζε στην παιδική παράσταση «Το αθόρυβο πάτημα της αρκούδας» για όλα εκείνα τα παιδιά που είδα να βγαίνουν από τη Στέγη μιλώντας δυνατά μεταξύ τους, τη στιγμή που εγώ έφτανα εκεί. Είναι ακόμη πρωί και μέσα στο cafe είμαστε μόλις τέσσερις άνθρωποι που καθόμαστε ο καθένας μόνος του σε κάθε ένα από τα γωνιακά τραπέζια. Από τους τέσσερις είμαι ο μόνος που δεν ξέρει ο Οδυσσέας και γι’ αυτό καταλαβαίνει ότι με εμένα έχει ραντεβού.
«Κρύο ε;», μου λέει, γιατί το να μιλήσεις για τον καιρό με κάποιον που γνωρίζεις για πρώτη φορά είναι μάλλον ο πιο εύκολος τρόπος για να σπάσεις τον πάγο.
«Το πάει για χιόνι», του λέω και του δείχνω με το βλέμμα μου την τηλεόραση στο βάθος που δείχνει πλάνα από κάποιο χιονισμένο σημείο της Ελλάδας, ίσως μακριά, ίσως όμως και κοντά στην Αθήνα.
«Τι; Χιονίζει;», αναρωτιέται ενώ γυρνάει το κεφάλι του προς την τηλεόραση. Παρακολουθεί το ρεπορτάζ για όσα δευτερόλεπτα χρειάζεται για να να διαβάσει το κρόουλ από μέσα του και αμέσως μετά το διαβάζει σε μένα. «Χιονίζει στην Πεντέλη», λέει. «Εκεί κοντά μένω. Τέλεια. Θα πάω το παιδί μου στο χιόνι!». Ο Οδυσσέας έχει έναν πολύ πιο σοβαρό λόγο από μένα που οδηγώ μηχανή για να θέλει να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι του, σήμερα που στην Αθήνα βρέχει τόσο πολύ, και λίγο έξω από την Αθήνα το έχει στρώσει. Πρέπει να κρατήσει μία υπόσχεση.
Όταν είσαι μικρό παιδί αυτό που θέλεις από τον πατέρα σου είναι να υπόσχεται ότι θα σου κάνει όλα τα χατίρια. Όταν πια έχεις μεγαλώσει και θυμάσαι την εποχή που ήσουν παιδί, καταλαβαίνεις ότι τελικά αυτό που σε ενοχλούσε τότε περισσότερο δεν ήταν οι υποσχέσεις που ποτέ δε σου έδωσε, αλλά εκείνες που σου έδωσε και δεν τήρησε. Γι’ αυτό και όταν έρθει η δική σου σειρά να γίνεις πατέρας, ένα από τα πρώτα πράγματα που αποφασίζεις να κάνεις είναι να τηρείς τις υποσχέσεις που δίνεις στο παιδί σου. Να μην υπόσχεσαι κάτι που δε μπορείς να τηρήσεις. Είναι εξίσου δύσκολο για όλους. Και για αυτόν που γίνεται πατέρας χωρίς να το έχει σχεδιάσει, και για εκείνον που γίνεται πατέρας ακριβώς επειδή δεν υπήρχε κάτι που ήθελε περισσότερο. Σαν τον Παπασπηλιόπουλο.
«Πρέπει να είμαι αληθινός. Να μην καταφεύγω σε ψευτιές. Ακόμη και σε ψευτιές που μπορεί να βοηθάνε το μεγάλωμα ενός παιδιού. Προσπαθώ να μη λέω βλακείες στο παιδί μου. Να μην του κρύβω τα συναισθήματά μου. Να μάθει να αναγνωρίζει ποιο είναι το γνήσιο και ποιο το ψεύτικο συναίσθημα, για να μη μπερδεύεται στη ζωή του. Συχνά τα παιδιά μπερδεύονται από εμάς. Άλλα λέμε, άλλα κάνουμε και άλλα τους λέμε ότι κάνουμε. Και μαθαίνει ξέρω ‘γω ότι η αγάπη είναι κάτι άσχημο γιατί όταν το μαλώνουμε επειδή εμείς έχουμε νεύρα, το ονομάζουμε αγάπη. Ή για μια πιθανή στιγμή αδιαφορίας χρησιμοποιούμε ως άλλοθι το “είμαι πολύ απασχολημένος”. Όταν είμαι στο σπίτι, αν με διασκεδάζει να είμαι με το παιδί μου, είμαι με το παιδί μου. Αν για κάποιο λόγο δε μπορώ ή δε θέλω να είμαι, αν και μου συμβαίνει πολύ σπάνια, τις ονομάζω αυτές τις στιγμές. Λέω “δεν έχω κέφι να παίξω”. Δεν υπάρχει λόγος να αντιμετωπίζεις ως χαζό ένα παιδί. Δεν είναι χαζό. Είναι πιο έξυπνο από μένα. Είναι βελτιωμένο μοντέλο».
Αυτό το «βελτιωμένο μοντέλο» μία μέρα που τον είδε να ανάβει ένα τσιγάρο στο σπίτι, τον ρώτησε γιατί το κάνει. Ο Οδυσσέας προσπάθησε να αποφύγει την απάντηση. Του είπε απλώς ότι το τσιγάρο είναι πολύ κακό, ότι δεν πρέπει να το δοκιμάσει ποτέ στη ζωή του, τέτοια πράγματα. Ο γιος του τον ρώτησε ξανά. Το αυτονόητο. «Αφού είναι τόσο κακό, γιατί το κάνεις;». Ο Οδυσσέας και πάλι δεν ήξερε τι και πώς να του απαντήσει. Ο γιος του επέμενε: «Αφού είναι τόσο κακό, μου υπόσχεσαι ότι θα σταματήσεις;». Και o Οδυσσέας του το υποσχέθηκε γιατί αν δεν το έκανε θα ήταν σα να του έλεγε ψέματα. Σαν να του έλεγε «εγώ τώρα σε κοροϊδεύω». Και αυτό ήξερε ότι θα τον έκανε πιο νευρικό και από την ίδια την έλλειψη της νικοτίνης. Γιατί εκτός από τον γιο του θα ήταν σαν να κορόιδευε τον εαυτό του.
«Για μένα έχει μεγάλη σημασία η γνώμη μου για τον εαυτό μου» λέει και με τα δάχτυλά του παίζει νευρικά με τις μαύρες χάντρες του κομπολογιού του, ενώ οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται τη στιγμή που εγώ ανάβω το τσιγάρο μου. «Έχει σημασία να είμαι τίμιος απέναντι στον εαυτό μου».
Αν ρωτήσεις δέκα διαφορετικούς ανθρώπους τι εννοούν όταν λένε ότι θέλουν να είναι τίμιοι απέναντι στον εαυτό τους, το πιο πιθανό είναι να πάρεις δέκα διαφορετικές απαντήσεις, γιατί η τιμιότητα σε αυτή την περίπτωση που το υποκείμενο και το αντικείμενό της είναι το ίδιο, σχεδόν ταυτίζεται με την αξιοπρέπεια και η αξιοπρέπεια δεν είναι ένα μέγεθος μετρήσιμο.
Eίναι κάτι που κερδίζεται ή χάνεται από τις επιλογές που κάνει ο καθένας, το θετικό ή αρνητικό τίμημα μίας δοκιμασίας που επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς τρόπους και υπό διαφορετικές συνθήκες πολλές φορές σε αυτή τη ζωή. Την πρώτη φορά που την πέρασε ο Οδυσσέας ήταν όταν κατάλαβε ότι μετά το σχολείο ήθελε να γίνει ηθοποιός και όχι κάτι άλλο, κάτι πιο «ασφαλές». Τότε που αποφάσισε ότι είχε μεγαλύτερη σημασία να σεβαστεί τα δικά του «θέλω» παρά να ικανοποιήσει τα «πρέπει» των άλλων. Έτσι μπήκε στο Θέατρο Τέχνης. Αυτή είναι μία στάση ζωής που προσπαθεί να κρατά μέχρι σήμερα.
«Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να παίξω κάποιο ρόλο. Συνήθως μου κάνουν κέφι πράγματα που δεν τα έχω κάνει. Κάτι που δε μου είναι γνώριμο και με δελέαζει να προσπαθήσω γι’ αυτό γιατί δεν είναι μέσα στις ευκολίες μου. Μπορεί να είναι κάτι που σε έναν συνάδελφο θα φάνταζε πολύ πιο αδιάφορο από κάτι άλλο. Κι όμως εγώ για κάποιο λόγο εκείνη τη στιγμή γουστάρω να το κάνω. Μου έχει τύχει να μου λένε συνάδελφοι “είναι δυνατόν, άφησες αυτόν το ρόλο για να παίξεις εκείνο;”. Εμένα όμως αυτό μου κάνει κέφι. Οπότε δε μετανιώνω ακόμη και αν βγει μαλακία η δουλειά, ακόμη και αν δεν έρθει κανένας να τη δει. Αν μπω σε μια διαδικασία να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω, τι είναι σωστό ή λάθος, μπορεί να μη δοκιμαστώ ποτέ. Απαλλάσσω τον εαυτό μου από αυτή την ανησυχία. Θα διαλέγω αυτό που μου κάνει κέφι ούτως ώστε να το ευχαριστηθώ. Και σκατά να πάει, εγώ τουλάχιστον θα είμαι τίμιος απέναντι στον εαυτό μου. Δεν επιλέγω τους ρόλους μου ούτε με στρατηγική, ούτε με πρόγραμμα».
Μέχρι σήμερα, έτσι, χωρίς στρατηγική και χωρίς πρόγραμμα όπως λέει, έχει παίξει σε  περισσότερες από δέκα ταινίες (από την «Ψυχραιμία» του Περάκη μέχρι τις «Παρέες» του Γκορίτσα, και από τη «Νήσο» του Δήμα της οποίας το sequel παίζεται τώρα μέχρι το «Ζητείται Ψεύτης» του Μιχαηλίδη, στο οποίο φόρεσε με επιτυχία τα «παπούτσια» του Ψευτοθώδωρου Ντίνου Ηλιόπουλου).
Έχει παίξει σε άλλες τόσες σειρές στην τηλεόραση, με πιο γνωστές το Singles και το 4 του Παπακαλιάτη.
Έχει παίξει φυσικά και στο θέατρο. Σέξπιρ, Ίψεν, Αριστοφάνη, Ευριπίδη, τον έχουν σκηνοθετήσει άνθρωποι σαν τον Χουβαρδά και τον Βογιατζή, σε παραστάσεις του Εθνικού και του Θεάτρου Τέχνης
Και αν κάποιοι, όπως εγώ, νομίζουν ότι με τις δουλειές του στο θέατρο χτίζει ένα πιο σοβαρό προφίλ σε σχέση με το πιο λαϊκό, το πιο mainstream της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, είναι γιατί ξεχνάνε ότι και στο θέατρο έχει παίξει σε λαϊκές παραστάσεις όπως οι «Σαρδέλες με σαρδάμ» του Καλογρίδη. Ότι και στο σινεμά έχει παίξει σε πιο «βαριές» ταινίες όπως η «Αληθινή Ζωή» του Κούτρα και η «Πολίτικη Κουζίνα» του Μπουλμέτη.
«Δεν έχω ρεπερτόριο, ούτε χώρο, ούτε σχήμα που με βολεύει. Δεν το αντέχω. Θέλω να είμαι παντού, όπου εκφράζεται το γούστο μου. Για μένα δεν υπάρχουν χώροι ενοχοποιημένοι και άλλοι απενοχοποιημένοι. Ποιοτικοί και μη ποιοτικοί. Τα θεωρώ όλα αυτά επιεικώς μαλακίες. Για ν’αντέξω αυτή τη δουλειά, για να μην πλήττω, αποφεύγω, επειδή ακριβώς δεν το έχω ανάγκη, να δημιουργήσω ένα δεύτερο εαυτό, ο οποίος είναι ο ηθοποιός που παίζει αυτά».
Με το «αυτά» νομίζω ότι εννοεί τα «ίδια». Αλλά τελικά δεν εννοεί ακριβώς αυτά.
«Και μόνο επειδή ένας ηθοποιός μπορεί να παίζει σε ένα συγκεκριμένο θέατρο, ένα συγκεκριμένο ρόλο, νομίζει ένα μεγάλο κοινό ότι είναι σημαντικός ηθοποιός. Χέστηκα γι’ αυτό το κοινό. Γιατί αυτό το κοινό δεν επικοινωνεί με αυτό που βλέπει. Αλλά με αυτό που νομίζει ότι βλέπει ή με αυτό που του είπαν οι άλλοι ότι είναι αυτό που βλέπει. Εμένα μ’ενδιαφέρει το κοινό που ούτε το έργο, ούτε ο ρόλος, ούτε το θέατρο, ούτε το οίκημα, ούτε η παρέα, ούτε η τοποθεσία, ούτε τίποτα δε μπορεί να επηρεάσει στ’ αλήθεια τη γνώμη του. Μόνο αυτό που είδε. Είτε το είδε στο Εθνικό είτε στο χωριό Κατσικονούρι της Ημαθίας. Βλέπει και κρίνει. Αυτό το κοινό οφείλει να μην κατηγοριοποιεί τους ηθοποιούς. Είναι υποχρέωσή του. Όπως είναι υποχρέωση και της πιάτσας».
Οι πρώτοι που θα σχολιάσουν τη δουλειά ενός ηθοποιού είναι οι κριτικοί, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους. Στο ξεκίνημα της καριέρας ενός ηθοποιού η γνώμη τους μπορεί να σταθεί αρκετή για να επηρεάσει την αποδοχή μίας δουλειάς από το κοινό, το πόσοι θα δουν μία παράσταση ή το πόσα εισιτήρια θα κάνει μία ταινία. Αν τα πρώτα χρόνια οι κριτικές για τις διάφορες ερμηνείες ενός ηθοποιού είναι θετικές, θα έρθει η στιγμή που ο ηθοποιός θα περάσει ένα σημείο καμπής μετά το οποίο οι απόψεις των κριτικών θα επηρεάζουν την εμπορική δυναμική μίας δουλειάς του ολοένα και λιγότερο. Γιατί ο ηθοποιός θα έχει γίνει ένας από τους αγαπημένους του κοινού ή έστω το κοινό θα τον έχει συνηθίσει, θα τον εμπιστεύεται και ειδικά σε εποχές δύσκολες σαν τη σημερινή που το χρήμα δεν περισσεύει, το κοινό πιο εύκολα θα προτιμήσει την αξιόπιστη λύση, τα δοκιμασμένα πρόσωπα, για να διασκεδάσει. Το κοινό όμως θα συνεχίσει να διαβάζει τις γνώμες των κριτικών και αν του ζητηθεί να εκφέρει τη δική του γνώμη, είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήσει κάποια από τα λόγια των κριτικών για να εκφραστεί, γιατί ένας θεατής δε μπορεί να αναλύσει σε βάθος και με τεχνικούς όρους μία ερμηνεία. Ένας θεατής ενώ βλέπει μία παράσταση διεγείρονται τα πρωτογενή του συναισθήματα και αν αυτά συμπίπτουν με τα δευτερογενή, με αυτά που επηρεάζονται από τους κριτικούς και τα λόγια λοιπών ειδημόνων, και έχουν όλα τους θετικό πρόσημο, τότε ο ηθοποιός είναι πραγματικά επιτυχημένος.
Στον Οδυσσέα αυτό έχει συμβεί αρκετές φορές στα 15 χρόνια της καριέρας του μέχρι σήμερα. Του συνέβη όταν ήταν υποψήφιος δύο φορές για το Βραβείο Χορν (μία για το ρόλο του Οσβαλντ στους «Βρυκόλακες» του Ιψεν και άλλη μία για την παράσταση «Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός» των Ρέππα-Παπαθανασίου).
Και μόνο μέσα στον τελευταίο χρόνο του συνέβη άλλες δύο.
Με την παράσταση «Κόκκινο», για την ερμηνεία του στην οποία ο Σταμάτης Φασουλής είπε γι’ αυτόν ότι «εκμηδενίζει τα πάντα, υπάρχουν στιγμές που σταματάω να παίζω και απλώς τον κοιτάζω με θαυμασμό. Αν είμαι υπερήφανος για κάτι σε σχέση με αυτήν την παράσταση, αυτά δεν είναι ούτε ο ρόλος ούτε η σκηνοθεσία μου, αλλά ο Οδυσσέας», συγκρίνοντας τον μετά με τον Γιώργο Κιμούλη.
Του συνέβη και με τα Θεατρικά Βραβεία Κοινού του περιοδικού Αθηνόραμα, στα οποία ήταν παρουσιαστής αλλά ουσιαστικά ήταν πρωταγωνιστής σε μία ιδιότυπη παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Κακλέας, και που όταν τελείωσε έκανε το κοινό και το σινάφι του να τον χειροκροτούν για περισσότερα λεπτά απ’ όσα περίμεναν οι διοργανωτές και έναν ανθρώπο σαν τον Κώστα Μουρσελά να πει ότι «δεν έχω ξαναδεί καταπληκτικότερο ηθοποιό»
«Αγνοώ παντελώς τα καλά σχόλια», λέει, όμως γρήγορα το ξανασκέφτεται. «Τα δέχομαι απλώς ως μία πολύ ωραία φιλοφρόνηση. Φαντάζομαι ότι για να τα έχουν πει, τα εννοούν, είναι κάτι γνήσιο. Αλλά μέχρι εκεί. Όταν κάνω κάτι ξέρω τι ήθελα να φτιάξω, αν τα έχω καταφέρει ή τέλος πάντων πόσο κοντά είμαι στο να τα καταφέρω. Μου είναι πολύ ευχάριστο και βοηθητικό για την ψυχολογία μου να αρέσει αυτό που κάνω. Για μένα όμως έχει περισσότερη σημασία η γνώμη μου για τον εαυτό μου. Μπορώ να με κρίνω αντικειμενικότατα».
- «Αντικειμενικά λοιπόν ποια είναι η μεγαλύτερη μαλακία που έχεις κάνει μέχρι σήμερα;»
- «Τη γνωστή, όταν ήμουν μικρός, στη σχολή. Που έλεγα ότι δε θα κάνω τηλεόραση γιατί είναι μαλακία. Τι λες ρε!», μου λέει σαν να του είπα μόλις εγώ ότι η τηλεόραση είναι μαλακία. «Η τηλεόραση είναι υπέροχο πράγμα. Αν φταίει κάτι είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι που μπορούν να την κάνουν καλά, τη σνομπάρουν. Και όταν παίξουν σε αυτή, βγάζουν το χειρότερο τους εαυτό. Αυτό είναι χυδαιότητα. Δε μπορώ εγώ να αποφασίσω ότι κάτι δε θα το κάνω καλά επειδή θεωρώ ότι δεν είναι καλό ή ποιοτικό. Αν δε θες, μην το κάνεις. Αν το κάνεις, κάν’το καλά. Είμαι περήφανος για τις δουλειές που έχω κάνει στην τηλεόραση. Εξίσου με τις δουλειές του θεάτρου. Ποιος είμαι εγώ που θα αποφασίσει ότι η τηλεόραση είναι ένα κακό μέσο; Ένα μέσο που βλέπουν τα 4 στα 5 εκατομμύρια των ανθρώπων, θα πω εγώ ότι είναι μία μαλακία; Ποιος είσαι ρε πούστη μου;». Τονίζει ξανά την τελευταία πρόταση σαν να είμαι εγώ αυτός. Όμως εγώ δεν πιστεύω ότι η τηλεόραση είναι ένα κακό μέσο. Απλώς ότι όταν είναι κακή, είναι πολύ κακή. Και τώρα που τα budget είναι πιο μικρά και οι ηθοποιοί περισσότεροι από ποτέ είναι μάλλον ακόμη πιο δύσκολο από ποτέ να γίνουν πραγματικά καλές δουλείες σε αυτή. Όλα αυτά δεν του τα λέω, αλλά εκείνος είναι σαν να τα καταλαβαίνει.
«Πρόβλημα υπάρχει παντού. Και στο θέατρο και στο σινεμά έχουν μειωθεί πολύ τα εισιτήρια. Δεν υπάρχει εξασφαλισμένος ηθοποιός. Ανέκαθεν ήμουν σίγουρος γι’ αυτό και θα το πιστεύω σε όλη μου τη ζωή. Το να βρεθώ χωρίς δουλειά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου ως ηθοποιός. Προσπαθώ να το αντιμετωπίζω με γενναιότητα. Δεν είναι εύκολο. Έχω όμως χρέος να το κάνω. Δεν επιτρέπεται να είμαστε μιζερούληδες και κακομοίρηδες. Παρόλο που όλα βοηθάνε να είμαστε. Ζουν άνθρωποι χωρίς το χέρι τους, χωρίς το πόδι τους, χωρίς τη σπλήνα τους, χωρίς το νεφρό τους, σε καρότσια, με καρκίνους, με τρομακτικές εγκεφαλικές παθήσεις. Είναι τρομακτική αμαρτία να λέει κάποιος ότι δε μπορεί να ζήσει τη ζωή αυτή επειδή απλώς δε θα έχει τη δουλειά που του αρέσει. Οι άνθρωποι που το λένε αυτό είναι πολύ χαμηλής σχέσης με τη ζωή. Δεν έχουν καν την περιέργεια να κοιτάξουν στο δρόμο γύρω τους για να δουν ανθρώπους που υποφέρουν και ταυτόχρονα βρίσκουν θηριώδη δύναμη να παλέψουν για τη ζωή. Και θα πω εγώ “αχ μωρέ μη μου το κάνετε αυτό, δε θέλω να πάψω να είμαι ηθοποιούλης”; Δε μου επιτρέπεται να κάθομαι να κλαίω τη μοίρα μου. Έχω ένα παιδί να μεγαλώσω. Θαυμάζω τους ανθρώπους που παλεύουν για να ζήσουν, που τα βγάζουν πέρα. Δε θαυμάζω έναν καλλιτέχνη που και καλά την είδε αδικημένος διανοούμενος που παλεύει για την τέχνη του. Χέστηκα για την πάλη του. Αλήθεια». Αφήνει το κομπολόι του να πέσει στο τραπέζι και ταυτόχρονα σηκώνει το κινητό του για να δει τι ώρα έχει πάει, για να υπολογίσει σε πόση ώρα θα είναι στο σπίτι του, και έτσι όπως οι χάντρες του κομπολογιού χτυπάνε στο ξύλο, είναι σαν ένας μικρός τυμπανιστής να βαράει το ταμπούρο του για να δώσει έμφαση στα λόγια του.
Λίγη ώρα μετά που έχει ήδη φύγει για να προλάβει το χιόνι πριν λιώσει, στέκομαι κάτω από ένα μπαλκόνι καπνίζοντας και περιμένοντας τη βροχή να κοπάσει για να πάρω τη μηχανή μου και να φύγω. Πετάω το τσιγάρο, μία μεγάλη σταγόνα το σβήνει όσο είναι ακόμη στον αέρα, και πριν καν προσγειωθεί στη λακούβα μπροστά μου αποφασίζω να ανάψω άλλο ένα. Βάζω το χέρι μου στην τσέπη του μπουφάν αλλά αντί για το πακέτο πιάνω τα κλειδιά της μηχανής, και αμέσως αλλάζω γνώμη. Βροχή είναι, δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, σκέφτομαι. Και κάνω ένα βήμα μπροστά.


* Όπως δημοσιεύτηκε στο Status Φεβρουαρίου 2012 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου